ρήμα “create”
απαρέμφατο create; αυτός creates; αόριστος created; μετοχή αορ. created; μετοχή ενεστ. creating
- δημιουργώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The artist created a stunning mural on the side of the old building.
- κατασκευάζω (χωρίς αντικείμενο)
Whenever she has free time, she retreats to her studio to create.
- πλάθω (συχνά σε θεϊκό πλαίσιο)
In many belief systems, a supreme deity is said to have created the universe.
- προκαλώ (μια κατάσταση ή συνθήκη)
His controversial statement created an uproar among the community members.
- ανακηρύσσω (δίνοντας τίτλο ή θέση τιμής)
The king decided to create his loyal advisor a Knight for his years of service.