ουσιαστικό “chauffeur”
ενικός chauffeur, πληθυντικός chauffeurs
- σοφέρ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The businessman had a chauffeur who drove him around in a black limousine.
- οδηγός πυροσβεστικού οχήματος
The chauffeur skillfully steered the fire engine through the crowded streets to reach the burning building.
ρήμα “chauffeur”
απαρέμφατο chauffeur; αυτός chauffeurs; αόριστος chauffeured; μετοχή αορ. chauffeured; μετοχή ενεστ. chauffeuring
- οδηγώ (κάποιον)
He spent the afternoon chauffeuring his grandmother to her doctor's appointments.
- εργάζομαι ως σοφέρ
After he retired, he decided to chauffeur for a private limo company on the weekends.