·

best (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
good (επίθετο)
well (επίρρημα, επίθετο)

ουσιαστικό “best”

ενικός best, πληθυντικός bests ή μη μετρήσιμο
  1. το καλύτερο (προσπάθεια)
    After studying all night, I gave the test my best.
  2. ο/η καλύτερος/καλύτερη (άτομο ή αντικείμενο)
    In the competition, only the best will advance to the finals.

ρήμα “best”

απαρέμφατο best; αυτός bests; αόριστος bested; μετοχή αορ. bested; μετοχή ενεστ. besting
  1. νικώ
    He bested his chess opponent after a long and strategic game.