Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
ουσιαστικό “best”
ενικός best, πληθυντικός bests ή μη μετρήσιμο
- το καλύτερο (προσπάθεια)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After studying all night, I gave the test my best.
- ο/η καλύτερος/καλύτερη (άτομο ή αντικείμενο)
In the competition, only the best will advance to the finals.
ρήμα “best”
απαρέμφατο best; αυτός bests; αόριστος bested; μετοχή αορ. bested; μετοχή ενεστ. besting
- νικώ
He bested his chess opponent after a long and strategic game.