ρήμα “operate”
απαρέμφατο operate; αυτός operates; αόριστος operated; μετοχή αορ. operated; μετοχή ενεστ. operating
- χειρίζομαι ή χρησιμοποιώ μια μηχανή, συσκευή ή σύστημα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He operates the crane with precision.
- λειτουργώ
This device operates at high efficiency.
- χειρουργώ
The surgeon will operate on the patient tomorrow.
- διευθύνω ή διαχειρίζομαι μια επιχείρηση ή έναν οργανισμό
They operate a small café near the beach.
- παρέχω (υπηρεσία)
The airline operates flights to over 50 destinations.
- (στρατιωτικά) διεξάγω στρατιωτικές ή στρατηγικές ενέργειες
Special forces operate behind enemy lines.