·

check-in (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
check in (φραστικό ρήμα)

ουσιαστικό “check-in”

ενικός check-in, πληθυντικός check-ins ή μη μετρήσιμο
  1. η ενέργεια της καταγραφής της άφιξης κάποιου σε αεροδρόμιο, ξενοδοχείο ή άλλο μέρος
    When you arrive at the hotel, please go to the front desk for check-in.
  2. (πληροφορική) η πράξη της υποβολής κώδικα ή εγγράφων σε ένα κοινόχρηστο αποθετήριο
    The developer completed the new feature and performed a code check-in before the deadline.
  3. η πράξη της επικοινωνίας με κάποιον για να αναφέρει κανείς την κατάστασή του ή την κατάσταση στην οποία βρίσκεται
    She made a quick check-in call with her parents to let them know she arrived safely.