·

seeming (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
seem (ρήμα)

επίθετο “seeming”

βασική μορφή seeming (more/most)
  1. Φαινομενικός
    Despite her seeming confidence, she was quite nervous inside.