·

hidden (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
hide (ρήμα)

επίθετο “hidden”

βασική μορφή hidden, μη βαθμ.
  1. κρυμμένος
    The key to the old cabin was hidden under a loose stone in the walkway.