times (EN)
ουσιαστικό, πρόθεση

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
time (ουσιαστικό, ρήμα)

ουσιαστικό “times”

times, plural only
  1. εποχές
    In medieval times, knights were expected to follow a code of chivalry.
  2. καιροί (στην έννοια της προσωπικής ιστορίας ή βιογραφίας)
    His times in the military shaped him into the disciplined man he is today.

πρόθεση “times”

times
  1. φορές (στην πράξη του πολλαπλασιασμού)
    Two times three equals six.