·

dedicated (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
dedicate (ρήμα)

επίθετο “dedicated”

βασική μορφή dedicated (more/most)
  1. αφοσιωμένος
    The dedicated doctor worked long hours to care for her patients.
  2. αφιερωμένος (για ειδικό σκοπό)
    The company installed a dedicated line for customer support.