ρήμα “dedicate”
απαρέμφατο dedicate; αυτός dedicates; αόριστος dedicated; μετοχή αορ. dedicated; μετοχή ενεστ. dedicating
- αφιερώνω (χρόνο, προσπάθεια ή τον εαυτό μου)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She dedicated herself to improving education in her community.
- προορίζω
They dedicated a section of the park for children's activities.
- αφιερώνω (σε κάποιον)
The author dedicated his first book to his grandmother.
- εγκαινιάζω
The president dedicated the new hospital at the opening ceremony.
- αφιερώνω (σε θεότητα ή για θρησκευτικό σκοπό)
The church was dedicated to Saint Michael.