επίθετο “icy”
icy, συγκρ. icier, υπερθ. iciest
- παγωμένος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Be careful when you go outside; the icy wind is biting today.
- παγωμένος (με επικάλυψη ή στρώση πάγου)
After the storm, the trees were icy, glistening in the sunlight.
- ψυχρός
Her icy response to my apology made it clear she hadn't forgiven me.