·

especially (EN)
επίρρημα

επίρρημα “especially”

especially (more/most)
  1. ιδιαίτερα
    She was especially tired after the long hike.
  2. ειδικά
    She baked the cake especially for her grandmother's birthday.
  3. ιδιαίτερα (για να τονίσει ή να επικεντρωθεί περισσότερο από τα άλλα)
    He enjoys all his classes, especially math.