ρήμα “pay”
απαρέμφατο pay; αυτός pays; αόριστος paid; μετοχή αορ. paid; μετοχή ενεστ. paying
- πληρώνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She paid $20 for the book at the store.
- εξοφλώ
He paid his friend the money he owed him last week.
- αποδίδει (στο πλαίσιο "αποδίδει να...")
When you want to be speak English well, using this app pays.
- χρησιμοποιείται με ορισμένα ουσιαστικά για να δείξει τι κάνετε
She always pays respect to her elders whenever she visits her hometown.
During the lecture, the teacher reminded the students to pay attention to the examples on the board.
- πληρώνω το τίμημα
She paid for ignoring her homework by failing the test.
ουσιαστικό “pay”
ενικός pay, πληθυντικός pays ή μη μετρήσιμο
- μισθός
After a month of hard work, she eagerly awaited her first pay.