ρήμα “happen”
απαρέμφατο happen; αυτός happens; αόριστος happened; μετοχή αορ. happened; μετοχή ενεστ. happening
- συμβαίνει
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
A surprise party happened at my office for the boss's birthday.
- τυχαίνει
I happened to find a $20 bill on the sidewalk this morning.
- πέφτω πάνω (σε κάτι τυχαία)
While hiking, we happened upon an old, abandoned cabin in the woods.