·

see (EN)
ρήμα, επίφωνο, ουσιαστικό

ρήμα “see”

απαρέμφατο see; αυτός sees; αόριστος saw; μετοχή αορ. seen; μετοχή ενεστ. seeing
  1. να αντιλαμβάνομαι με τα μάτια
    When I visited the zoo, I saw a lion for the first time.
  2. να παρακολουθώ (μια ταινία ή παράσταση)
    We're going to see the new superhero movie at the theater tonight.
  3. να κατανοώ
    After he explained the concept a second time, I finally saw his point.
  4. δες (για να τονίσω ένα σημείο)
    See, if you save your money now, you'll be able to buy that bike you want later.
  5. να επισκέπτομαι (κάποιον στον χώρο του)
    I'm planning to see my grandparents this weekend.
  6. να βγαίνω (με κάποιον σε ρομαντική σχέση)
    He's been seeing someone new since July.
  7. να συμβουλεύομαι (έναν ιατρικό επαγγελματία)
    If your toothache persists, you need to see a dentist soon.
  8. να αποτελώ τον τόπο ή την εποχή (για κάτι)
    The Renaissance period saw the rebirth of art and culture in Europe.
  9. να φροντίζω (ώστε κάτι να συμβεί)
    I'll see to it that your car is fixed by the end of the day.
  10. να συνοδεύω (κάποιον κάπου)
    I saw the gentleman to his car to ensure he left the event without any trouble.
  11. να ταιριάζω (σε στοίχημα στον τζόγο)
    He saw her bet of fifty dollars and decided to call.
  12. να δοκιμάζω (ή να προσπαθώ να μάθω κάτι)
    Let's see whether adding some salt improves the flavor of the soup.
  13. να ανατρέχω (σε πηγή πληροφοριών)
    For instructions on resetting your password, refer to page 15 of the handbook (see: "Password Recovery Procedures").

επίφωνο “see”

see
  1. βλέπετε (για να εισάγω μια εξήγηση)
    See, if we save a little money each month, by the end of the year we'll have enough for that vacation.

ουσιαστικό “see”

ενικός see, πληθυντικός sees
  1. η επισκοπή (ορισμένης περιοχής)
    The bishop was excited to take charge of his new see, overseeing numerous parishes in the area.