·

ETF (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “ETF”

ενικός ETF, πληθυντικός ETFs
  1. ΔΑΚ (ένα επενδυτικό κεφάλαιο που διαπραγματεύεται σε χρηματιστήριο, όπως μια μετοχή)
    Many investors buy ETFs to diversify their portfolios.
  2. χρέωση πρόωρης διακοπής
    She had to pay an ETF when she canceled her mobile phone contract early.