ουσιαστικό “establishment”
ενικός establishment, πληθυντικός establishments ή μη μετρήσιμο
- ίδρυμα (επιχείρηση ή οργανισμός)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We visited a well-known establishment that sells antiques.
- ίδρυση
The establishment of the new policy improved safety in the workplace.
- κατεστημένο
The novel was controversial because it criticized the establishment.
- το προσωπικό ή ο εξοπλισμός που είναι απαραίτητος για τη λειτουργία ενός οργανισμού
The school's establishment includes ten teachers and two administrators.