menu
Σύνδεση
·
Εγγραφείτε
Γλώσσα
English
|
español
français
|
Deutsch
русский
|
中文
português
|
العربية
italiano
|
日本語
Türkçe
|
B. Indonesia
Nederlands
|
polski
svenska
|
한국어
हिन्दी
|
українська
čeština
|
română
...περισσότερα
Afrikaans
|
azərb.
B. Melayu
|
বাংলা
भोजपुरी
|
bosanski
български
|
català
Cebuano
|
dansk
eesti
|
Ελληνικά
Esperanto
|
فارسی
ગુજરાતી
|
հայերեն
hrvatski
|
íslenska
עברית
|
Jawa
ಕನ್ನಡ
|
ქართული
Kiswahili
|
кыргызча
latviešu
|
lietuvių
Lëtzebuerg.
|
magyar
македон.
|
മലയാളം
मराठी
|
မြန်မာဘာသာ
नेपाली
|
norsk
ଓଡ଼ିଆ
|
oʻzbekcha
ਪੰਜਾਬੀ
|
қазақша
shqip
|
සිංහල
slovenčina
|
slovenšč.
српски
|
suomi
Tagalog
|
தமிழ்
తెలుగు
|
ไทย
Tiếng Việt
|
тоҷикӣ
Türkmençe
|
اردو
Αρχική σελίδα
Δωροεπιταγές
Μαθήματα
Άρθρα
Χάρτες
Όλα τα κείμενα
Λεξικό
Φόρουμ
Βιβλιοθήκη PDF
Σύνδεση
Εγγραφείτε
Οδηγός
Εφαρμογή
Λεξιλόγιο
Άρθρα
Λεξικό
Φόρουμ
Επικοινωνία
Σχετικά με εμένα
LCR
(EN)
συντομογραφία
συντομογραφία “LCR”
LCR
(ηλεκτρονικά)
ένα ηλεκτρικό κύκλωμα που αποτελείται από ένα πηνίο, έναν πυκνωτή και μία αντίσταση
Εγγραφείτε
για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The technician used an
LCR
circuit to filter the unwanted frequencies in the device.
(χρηματοοικονομικά)
Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας, ένα μέτρο της ικανότητας μιας τράπεζας να ανταποκριθεί σε βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις.
The bank improved its
LCR
to comply with new financial regulations.
ένα παιχνίδι με ζάρια που ονομάζεται Left Center Right
We enjoyed playing
LCR
at the family reunion, passing chips around the table.
(τηλεπικοινωνίες)
Δρομολόγηση Ελάχιστου Κόστους, μια μέθοδος επιλογής της φθηνότερης διαδρομής για την κυκλοφορία των επικοινωνιών.
The company implemented
LCR
to reduce costs on international calls.
18
place
2
similarly
3
suggest
headlight