ουσιαστικό “recreation”
ενικός recreation, πληθυντικός recreations ή μη μετρήσιμο
- αναψυχή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
On weekends, I enjoy outdoor recreation like hiking and biking.
ουσιαστικό “recreation”
ενικός recreation, πληθυντικός recreations
- αναδημιουργία
The recreation of the lost film involved restoring thousands of frames.
- αναδημιούργημα (ως αποτέλεσμα διαδικασίας)
The museum displayed a recreation of the ancient artifact.