·

similar (EN)
επίθετο

επίθετο “similar”

βασική μορφή similar (more/most)
  1. παρόμοιος
    The twins have similar faces, making it hard to tell them apart.
  2. όμοιος (στα μαθηματικά, αναφέρεται σε σχήματα με ίσες γωνίες και αναλογικές πλευρές)
    The triangles are similar because their angles are equal and their sides are proportional.