·

variant (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “variant”

ενικός variant, πληθυντικός variants ή μη μετρήσιμο
  1. παραλλαγή
    The flu vaccine is updated yearly to combat new variants of the virus.

επίθετο “variant”

βασική μορφή variant (more/most)
  1. διαφορετικός (όταν αναφέρεται σε κάτι που εμφανίζει μικρές διαφορές σε μορφή ή τύπο σε σύγκριση με άλλο)
    The variant edition of the book includes additional illustrations not found in the original.