·

older (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
old (επίθετο)

επίθετο “older”

βασική μορφή older, μη βαθμ.
  1. ηλικιωμένος (for masculine) / ηλικιωμένη (for feminine)
    My neighbor is a lovely older lady.