ουσιαστικό “gasoline”
ενικός gasoline, μη μετρήσιμο
- βενζίνη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Drivers often complain when the price of gasoline goes up.
- αλκοολούχο ποτό από βότκα και ενεργειακό ποτό
After work, they went to the bar for some gasoline to unwind.
επίθετο “gasoline”
βασική μορφή gasoline, μη βαθμ.
- βενζινοκίνητος (που χρησιμοποιεί βενζίνη)
The gasoline engine revolutionized transportation.