ουσιαστικό “milk”
ενικός milk, πληθυντικός milks ή μη μετρήσιμο
- γάλα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The mother cow provides milk for her calf.
- γάλα (φυτικό)
She prefers almond milk in her cereal.
- γάλα (αναφέρεται σε μερίδα γάλακτος)
The children each drank two milks during lunch.
- γαλατάκι
He added two milks and a sugar to his coffee.
ρήμα “milk”
απαρέμφατο milk; αυτός milks; αόριστος milked; μετοχή αορ. milked; μετοχή ενεστ. milking
- αρμέγω
Every morning, they milk the cows before sunrise.
- εξάγω
Scientists milk venom from snakes to create antivenoms.
- εκμεταλλεύομαι
She knew how to milk the opportunity for all it was worth.