·

studio (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “studio”

ενικός studio, πληθυντικός studios
  1. στούντιο (χώρος εργασίας καλλιτέχνη)
    She spent hours in her studio painting landscapes.
  2. στούντιο (ένας χώρος όπου γίνονται ραδιοφωνικά ή τηλεοπτικά προγράμματα, ταινίες ή ηχογραφήσεις μουσικής)
    The band recorded their latest album in a famous studio in Nashville.
  3. στούντιο (μια εταιρεία ή οργάνωση που παράγει ταινίες, μουσική ή άλλα καλλιτεχνικά έργα)
    The movie was produced by a major Hollywood studio.
  4. στούντιο (ένα μικρό διαμέρισμα που αποτελείται από ένα κύριο δωμάτιο)
    He lives in a tiny studio overlooking the city park.
  5. εργαστήριο τέχνης
    She enrolled in a dance studio to learn ballet.