·

defer (EN)
ρήμα

ρήμα “defer”

απαρέμφατο defer; αυτός defers; αόριστος deferred; μετοχή αορ. deferred; μετοχή ενεστ. deferring
  1. αναβάλλω
    The committee decided to defer the vote until more information was available.
  2. υποχωρώ (στην άποψη ή κρίση κάποιου άλλου)
    I will defer to your expertise on this matter.
  3. (στο αμερικανικό ποδόσφαιρο) να αναβάλει την επιλογή μεταξύ του να ξεκινήσει με κλωτσιά ή να δεχτεί την μπάλα μέχρι το δεύτερο ημίχρονο
    After winning the coin toss, the team chose to defer.