ρήμα “defer”
απαρέμφατο defer; αυτός defers; αόριστος deferred; μετοχή αορ. deferred; μετοχή ενεστ. deferring
- αναβάλλω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The committee decided to defer the vote until more information was available.
- υποχωρώ (στην άποψη ή κρίση κάποιου άλλου)
I will defer to your expertise on this matter.
- (στο αμερικανικό ποδόσφαιρο) να αναβάλει την επιλογή μεταξύ του να ξεκινήσει με κλωτσιά ή να δεχτεί την μπάλα μέχρι το δεύτερο ημίχρονο
After winning the coin toss, the team chose to defer.