ουσιαστικό “object”
ενικός object, πληθυντικός objects
- αντικείμενο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She picked up a small object lying on the ground.
- στόχος
His main object was to win the championship.
- αντικείμενο (προς το οποίο κατευθύνεται ένα συναίσθημα ή δράση)
She became the object of everyone's attention.
- αντικείμενο (γραμματική)
In "They built a house," "a house" is the object.
- μια περίπτωση μιας κλάσης στον αντικειμενοστραφή προγραμματισμό
The software stores each user as an object in the database.
- αφηρημένη μαθηματική οντότητα στη θεωρία κατηγοριών, σχετιζόμενη με μορφισμούς
In category theory, objects are connected by arrows.
ρήμα “object”
απαρέμφατο object; αυτός objects; αόριστος objected; μετοχή αορ. objected; μετοχή ενεστ. objecting
- αντιτίθεμαι
The neighbors objected to the noise coming from the party.