·

object (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “object”

ενικός object, πληθυντικός objects
  1. αντικείμενο
    She picked up a small object lying on the ground.
  2. στόχος
    His main object was to win the championship.
  3. αντικείμενο (προς το οποίο κατευθύνεται ένα συναίσθημα ή δράση)
    She became the object of everyone's attention.
  4. αντικείμενο (γραμματική)
    In "They built a house," "a house" is the object.
  5. μια περίπτωση μιας κλάσης στον αντικειμενοστραφή προγραμματισμό
    The software stores each user as an object in the database.
  6. αφηρημένη μαθηματική οντότητα στη θεωρία κατηγοριών, σχετιζόμενη με μορφισμούς
    In category theory, objects are connected by arrows.

ρήμα “object”

απαρέμφατο object; αυτός objects; αόριστος objected; μετοχή αορ. objected; μετοχή ενεστ. objecting
  1. αντιτίθεμαι
    The neighbors objected to the noise coming from the party.