·

accounting (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
account (ρήμα)

ουσιαστικό “accounting”

ενικός accounting, πληθυντικός accountings ή μη μετρήσιμο
  1. λογιστική
    She studied accounting at university to become an accountant.
  2. αποκατάσταση κερδών (νομική διαδικασία)
    The judge ordered an accounting of all profits made from the infringed patent.