·

several (EN)
οριστικό, επίθετο

οριστικό “several”

several
  1. αρκετοί (για αρσενικό), αρκετές (για θηλυκό), αρκετά (για ουδέτερο)
    Several students raised their hands to answer the question.

επίθετο “several”

βασική μορφή several, μη βαθμ.
  1. διαφορετικός, ξεχωριστός
    We all have our several ways of living life.