·

click (EN)
ουσιαστικό, ρήμα, επίφωνο

ουσιαστικό “click”

ενικός click, πληθυντικός clicks
  1. κλικ
    To open the file, simply move your cursor over the icon and give it a quick click.
  2. κλικ
    When she pressed the computer mouse, it made a satisfying click.
  3. κλικ (ήχος που παράγεται από την κίνηση της γλώσσας και του στόματος)
    When she disapproved of my choice, she sucked her teeth in a sharp click that echoed her disdain.

ρήμα “click”

απαρέμφατο click; αυτός clicks; αόριστος clicked; μετοχή αορ. clicked; μετοχή ενεστ. clicking
  1. κάνω κλικ
    Please click the "Save" button to store your document.
  2. κάνω κλικ
    As she pressed the button, the mouse clicked softly.
  3. κάνω κλικ (στην έννοια του "καταλαβαίνω απότομα")
    After staring at the puzzle for hours, it finally clicked, and I saw the solution right before my eyes.
  4. ταιριάζω (στην έννοια της συμπάθειας ή της καλής σχέσης με κάποιον)
    From the moment they started talking, Sarah and Jenna clicked, sharing laughs as if they had known each other for years.

επίφωνο “click”

click
  1. κλικ (ως επιφώνημα που δηλώνει τον ήχο)
    Click! The light turned on as she flipped the switch.