·

send (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “send”

απαρέμφατο send; αυτός sends; αόριστος sent; μετοχή αορ. sent; μετοχή ενεστ. sending
  1. στέλνω
    She sent a thank-you note to her colleague.
  2. στέλνω (κάποιον)
    The coach sent the injured player to the doctor.
  3. καλώ
    They sent for a mechanic when the car broke down.
  4. προκαλώ κάποιον ή κάτι να εισέλθει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή συνθήκη
    The thrilling news sent him over the moon.
  5. ξετρελαίνω
    This new song really sends me.
  6. (αναρρίχηση) να σκαρφαλώσει επιτυχώς μια διαδρομή χωρίς να πέσει
    She finally sent the difficult climb after many attempts.
  7. προσβάλλω
    The rapper sent for his rival in his latest track.

ουσιαστικό “send”

ενικός send, πληθυντικός sends
  1. αποστολή
    He re-read the email carefully before the send.
  2. αποστολή (δεδομένων)
    The data center recorded a high number of sends during peak hours.
  3. μια επιτυχημένη ανάβαση μιας αναρριχητικής διαδρομής
    His send of the mountain's hardest route was celebrated by his team.