ουσιαστικό “fraud”
ενικός fraud, πληθυντικός frauds ή μη μετρήσιμο
- απάτη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He was arrested for fraud after stealing millions of dollars from the company.
- απατεώνας
She realized that the man selling the “miracle cure” was a fraud.