·

games (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
game (ουσιαστικό, ρήμα)

ουσιαστικό “games”

games, μόνο πληθυντικός
  1. αθλοπαιδιές
    We have games after lunch today.