ουσιαστικό “progress”
ενικός progress, πληθυντικός progresses ή μη μετρήσιμο
- πρόοδος (σε εξέλιξη)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The construction of the new bridge is currently in progress.
- πρόοδος
Through diligent study and practice, her skills in painting showed remarkable progress over the summer.
- επίσημη περιοδεία
The queen's progress through the countryside was marked by grand celebrations in every village she visited.
ρήμα “progress”
απαρέμφατο progress; αυτός progresses; αόριστος progressed; μετοχή αορ. progressed; μετοχή ενεστ. progressing
- προχωρώ
As the project progressed, the team felt more confident about meeting the deadline.
- βελτιώνομαι ή αναπτύσσομαι με τον χρόνο
The development of AI progressed significantly since the turn of the century.