ρήμα “purchase”
απαρέμφατο purchase; αυτός purchases; αόριστος purchased; μετοχή αορ. purchased; μετοχή ενεστ. purchasing
- αγοράζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She decided to purchase a new laptop for her studies.
- αγοράζω (με την έννοια της αγοραστικής δύναμης)
With inflation, our money purchases fewer groceries than it did last year.
ουσιαστικό “purchase”
ενικός purchase, πληθυντικός purchases ή μη μετρήσιμο
- αγορά
She was excited about her new purchase from the online store.
- αγοράσμα
My new shoes were a great purchase.
- κράτημα
She carefully placed her foot on the small rock, testing its purchase before shifting her weight.