ουσιαστικό “truck”
ενικός truck, πληθυντικός trucks
- φορτηγό
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The truck delivered goods to the supermarket.
- βαγόνι
The coal was loaded into the trucks at the station.
- καρότσι
The worker used a truck to move heavy boxes.
ρήμα “truck”
απαρέμφατο truck; αυτός trucks; αόριστος trucked; μετοχή αορ. trucked; μετοχή ενεστ. trucking
- οδηγώ φορτηγό
He trucks across the country delivering fresh produce.
- μεταφέρω με φορτηγό
The company trucked the supplies to the remote town.
- συναναστρέφομαι
He refused to truck with those who broke the rules.