·

scissor (EN)
επίθετο, ρήμα

επίθετο “scissor”

βασική μορφή scissor, μη βαθμ.
  1. ψαλιδωτός
    The dancer performed a scissor leap across the stage.

ρήμα “scissor”

απαρέμφατο scissor; αυτός scissors; αόριστος scissored; μετοχή αορ. scissored; μετοχή ενεστ. scissoring
  1. κόβω με ψαλίδι
    Learning to scissor is an important activity for children.
  2. στο πατινάζ, να κάνεις πατινάζ με το ένα πόδι σημαντικά μπροστά από το άλλο
    He scissored across the ice as he learned to skate.
  3. (αργκό, σεξουαλικό, συνήθως για δύο γυναίκες) να εμπλακούν σε σεξουαλική πράξη όπου τα πόδια μπλέκονται σαν δύο ζευγάρια ψαλίδια.
    While scissoring is commonly depicted in pornography, it's an uncommon practice in reality.