επίθετο “scissor”
βασική μορφή scissor, μη βαθμ.
- ψαλιδωτός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The dancer performed a scissor leap across the stage.
ρήμα “scissor”
απαρέμφατο scissor; αυτός scissors; αόριστος scissored; μετοχή αορ. scissored; μετοχή ενεστ. scissoring
- κόβω με ψαλίδι
Learning to scissor is an important activity for children.
- στο πατινάζ, να κάνεις πατινάζ με το ένα πόδι σημαντικά μπροστά από το άλλο
He scissored across the ice as he learned to skate.
- (αργκό, σεξουαλικό, συνήθως για δύο γυναίκες) να εμπλακούν σε σεξουαλική πράξη όπου τα πόδια μπλέκονται σαν δύο ζευγάρια ψαλίδια.
While scissoring is commonly depicted in pornography, it's an uncommon practice in reality.