ουσιαστικό “string”
ενικός string, πληθυντικός strings ή μη μετρήσιμο
- κορδόνι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She used a piece of string to tie the package securely.
- σειρά (από χάντρες)
She wore a beautiful string of pearls around her neck.
- ακολουθία
The football team faced a string of losses this season, disappointing their fans.
- χορδή
She replaced the broken guitar string before the concert.
- χορδή (σε αθλητικό εξοπλισμό)
The tennis player noticed that one of the strings on her racquet was broken.
- συμβολοσειρά
The program crashed because the string containing the user's name was too long.
- χορδή (στη θεωρία χορδών)
In string theory, scientists study how tiny strings vibrate to understand the fundamental particles of the universe.
ρήμα “string”
απαρέμφατο string; αυτός strings; αόριστος strung; μετοχή αορ. strung; μετοχή ενεστ. stringing
- περνάω (σε κορδόνι)
She carefully strung the popcorn to make a festive garland for the tree.
- κρεμάω (για διακόσμηση)
They strung the walls with decorations for the holiday season.
- χορδίζω
She learned how to string her guitar by watching online tutorials.
επίθετο “string”
βασική μορφή string, μη βαθμ.
- εγχόρδιος
The orchestra featured a beautiful string section that included violins, cellos, and violas.