επίθετο “plated”
βασική μορφή plated, μη βαθμ.
- επιμεταλλωμένος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The jewelry store sells silver-plated bracelets.
- σερβιρισμένος
At the gala, guests enjoyed a plated meal of steak and vegetables.
- καλυμμένος με πλάκες (ή λέπια)
The pangolin is a plated mammal that curls into a ball when threatened.