·

about (EN)
πρόθεση, επίρρημα, επίθετο

πρόθεση “about”

about
  1. σχετικά με
    She wrote a passionate essay about the importance of environmental conservation.
  2. γύρω από
    Children ran about the maypole, their laughter filling the air.
  3. διάσπαρτος (σε διάφορα μέρη μιας περιοχής)
    Toys were scattered about the room, making it hard to walk without stepping on one.

επίρρημα “about”

about (more/most)
  1. περίπου
    I sold it for about the same price I originally bought it for.
  2. τριγύρω
    Curious kittens scampered about, exploring every nook and cranny.
  3. εδώ κι εκεί
    As the result of the child's play, toys were scattered about.
  4. πηγαινοέρχεται
    The children were running about in the garden, laughing and playing tag.
  5. ασκόπως (χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή δραστηριότητα)
    The kids were running about in the garden with no particular game in mind.
  6. ανάποδα (στραμμένος προς την αντίθετη κατεύθυνση ή εξετάζοντας από άλλη σκοπιά)
    Hearing the noise, the soldier quickly turned about to face the unexpected sound.

επίθετο “about”

βασική μορφή about, μη βαθμ.
  1. εν κινήσει (δεν είναι περιορισμένος στο κρεβάτι ή στο σπίτι)
    After a week in bed with the flu, Jenny was finally up and about again, visiting friends and running errands.
  2. ορατός (υπάρχει ή είναι αντιληπτός τώρα)
    Rumors concerning the hidden treasure have been about for centuries, yet no one has found it.
  3. κοντά (πιθανό να βρίσκεται στην περιβάλλουσα περιοχή)
    The cat is usually about at this time of day, napping in the sunny spots.
  4. έτοιμος (πρόκειται να συμβεί ή να αρχίσει κάτι πολύ σύντομα)
    She's about to start her piano lesson.