·

summer (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “summer”

ενικός summer, πληθυντικός summers ή μη μετρήσιμο
  1. καλοκαίρι
    We enjoy swimming and barbecues during the summer.
  2. καλοκαίρι (έτος ζωής)
    She has seen twenty summers come and go.
  3. καλοκαίρι (περίοδος ακμής)
    The artist created her masterpieces in the summer of her creativity.
  4. αριθμομηχανή
    The data was processed through the summer to obtain the total.

ρήμα “summer”

απαρέμφατο summer; αυτός summers; αόριστος summered; μετοχή αορ. summered; μετοχή ενεστ. summering
  1. περνώ το καλοκαίρι σε ένα συγκεκριμένο μέρος
    They decided to summer in the picturesque mountains.