ουσιαστικό “summer”
ενικός summer, πληθυντικός summers ή μη μετρήσιμο
- καλοκαίρι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We enjoy swimming and barbecues during the summer.
- καλοκαίρι (έτος ζωής)
She has seen twenty summers come and go.
- καλοκαίρι (περίοδος ακμής)
The artist created her masterpieces in the summer of her creativity.
- αριθμομηχανή
The data was processed through the summer to obtain the total.
ρήμα “summer”
απαρέμφατο summer; αυτός summers; αόριστος summered; μετοχή αορ. summered; μετοχή ενεστ. summering
- περνώ το καλοκαίρι σε ένα συγκεκριμένο μέρος
They decided to summer in the picturesque mountains.