·

sous-chef (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “sous-chef”

ενικός sous-chef, πληθυντικός sous-chefs
  1. σου-σεφ (ο μάγειρας που είναι δεύτερος στην ιεραρχία σε μια κουζίνα, κάτω από τον επικεφαλής σεφ)
    During the busy dinner service, the sous-chef coordinated the staff to ensure that every dish was prepared perfectly.