επίθετο “able”
βασική μορφή able, μη βαθμ.
- ικανός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Once her cast is removed, she'll be able to swim again.
- ειδικευμένος (στο να κάνει κάτι πολύ καλά)
She was an able engineer, quickly solving complex problems that stumped her colleagues.