·

chronology (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “chronology”

ενικός chronology, πληθυντικός chronologies ή μη μετρήσιμο
  1. χρονολογία (σε μορφή λίστας ή γραμμής χρόνου)
    He created a detailed chronology of the president's actions to help the class grasp the sequence of political events.
  2. χρονολογία (ως επιστήμη ή μελέτη)
    She studied the chronology of ancient civilizations to understand how historical events unfolded over time.