·

refinancing (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “refinancing”

ενικός refinancing, μη μετρήσιμο
  1. αναχρηματοδότηση (στη χρηματοοικονομική, η πράξη ή η διαδικασία αντικατάστασης ενός υπάρχοντος δανείου με ένα νέο, συνήθως για την επίτευξη καλύτερων όρων)
    After interest rates dropped, they should start thinking about refinancing.
  2. αναχρηματοδότηση (στα χρηματοοικονομικά, ένα νέο δάνειο που λαμβάνεται για να αντικαταστήσει ένα υπάρχον)
    The company got access to excellent refinancing.