επίθετο “raring”
βασική μορφή raring, μη βαθμ.
- ανυπόμονος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After weeks of studying, she was raring to take the test and show what she had learned.