·

t (EN)
γράμμα, σύμβολο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
T (γράμμα, επίθετο, ουσιαστικό, σύμβολο)

γράμμα “t”

t
  1. η πεζή μορφή του γράμματος "Τ"
    The word "toe" starts with the letter "t".

σύμβολο “t”

t
  1. ένα σύμβολο για τον χρόνο που χρησιμοποιείται στα μαθηματικά και τη φυσική
    To calculate velocity, use the formula v = d/t, where d is distance.
  2. ένα σύμβολο για τόνο (1.000 κιλά)
    The shipment weighed 5 t, requiring a heavy-duty truck for transportation.