·

farmstead (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “farmstead”

ενικός farmstead, πληθυντικός farmsteads
  1. τα κτίρια μιας φάρμας, συμπεριλαμβανομένου του σπιτιού και των αχυρώνων
    The family had to rebuild the farmstead after the storm damaged the buildings.