ρήμα “succumb”
απαρέμφατο succumb; αυτός succumbs; αόριστος succumbed; μετοχή αορ. succumbed; μετοχή ενεστ. succumbing
- υποκύπτω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Despite his diet, he succumbed to the allure of the chocolate cake.
- υποκύπτω (λόγω συγκεκριμένης αιτίας)
Despite the doctors' efforts, he succumbed to his injuries after the accident.