·

textbook (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “textbook”

ενικός textbook, πληθυντικός textbooks
  1. διδακτικό βιβλίο
    She bought a new physics textbook for her university course.

επίθετο “textbook”

βασική μορφή textbook (more/most)
  1. υποδειγματικός (όπως σε διδακτικό βιβλίο)
    The surgeon performed a textbook operation without any complications.